- στροφάλιγξ
- -ιγγος, η, ΝΑνεοελλ.(λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδοαρχ.1. περιστροφή, δίνη2. καμπύλωμα, καμπή σε σχήμα τόξου3. τροχιά αστέρα4. κάθε σφαιρικό ή κυκλοτερές αντικείμενο, όπως λ.χ. το στρογγυλό κεφάλι τυριού5. κυλινδρικός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι, στρόφιγγα6. μτφ. μάχη, πόλεμος7. φρ. α) «στροφάλιγξ κονίης» — στρόβιλος σκόνης (Ομ. Οδ.)β) «στροφάλιγξ άελλῶν» — ανεμοστρόβιλος (Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφός ή στροφή + επίθημα -αλ-ιγξ (με επέκταση -αλ-), πρβλ. ῥαθάμ-ιγξ].
Dictionary of Greek. 2013.